αυτοβοήθεια

αυτοβοήθεια
η
το να βοηθάει κανείς τον εαυτό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …   Dictionary of Greek

  • Σμάιλς, Σάμουελ — (Smiles). Σκοτσέζος συγγραφέας (Χάντιγκτον, Μπερσάιρ 1812 Κένσιγκτον 1904). Ήταν γιατρός και αφιερώθηκε στην ανάπτυξη των μεταρρυθμίσεων, κοινωνικών και πολιτικών κατά το πνεύμα της σχολής του Μάντσεστερ. Έγραψε: Η ζωή του Τζωρτζ Στήβενσον (1857) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”